- ἴσχια
- ἴσχιονhip-jointneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰσχία — ἰσχίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
ισχιακός — ή, ό (Α ἰσχιακός, ή, όν) [ισχίον] αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία, ο ισχιαδικός*. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία (α. «ισχιακό πλέγμα» το ιερό πλέγμα β. «ισχιακή προβολή» η προβολή τού εμβρύου από τη μήτρα με τα ισχία) … Dictionary of Greek
и́шиас — а, м. Заболевание седалищного нерва. [От греч. ’ισχιας боль в тазобедренной области] … Малый академический словарь
CIA — (Del lat. ischia.) ► sustantivo femenino ANATOMÍA Hueso de la cadera. * * * cía1 (de «cilla»; Ar.) f. *Silo. ⇒ *Granero. cía2 (del lat. «scias»; ant.) f. *Hueso de la *cadera. ≃ Cea. * * * cía. (Del lat. ischĭa, ōrum, y este d … Enciclopedia Universal
cía — (Del lat. ischia.) ► sustantivo femenino ANATOMÍA Hueso de la cadera. * * * cía1 (de «cilla»; Ar.) f. *Silo. ⇒ *Granero. cía2 (del lat. «scias»; ant.) f. *Hueso de la *cadera. ≃ Cea. * * * cía. (Del lat. ischĭa, ōrum, y este d … Enciclopedia Universal
ενδίδω — (AM ἐνδίδωμι) 1. υποχωρώ, υποκύπτω («μή συγχωρεῑν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων γνώμη», Δημ.) 2. (για στέγη, πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) υποχωρώ, λυγίζω («με την ώθηση η σκεπή ενέδωσε») μσν. προστάζω, διατάζω αρχ. 1. δίνω στα χέρια («ἐνδοῡναι τήν… … Dictionary of Greek
ευίσχιος — εὐίσχιος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ωραία ισχία, ωραίους γλουτούς (α. «Μηνοφίλαν εὐίσχιον» β. «εὐίσχιοι βόες») … Dictionary of Greek
ευισχία — εὐισχία, ἡ (Μ) [ευίσχιος] (για ίππο) η ωραιότητα και η δύναμη στα ισχία … Dictionary of Greek
ισχιάζω — ἰσχιάζω (ΑΜ) [ισχίον] 1. περπατώ κουνώντας υπερβολικά τους γοφούς, κουνιέμαι 2. (παθ. για επίδεσμο) ἰσχιάζομαι χωρίζομαι, όπως τα ισχία το ένα από το άλλο … Dictionary of Greek